Από την Αλέξια Στουραΐτη
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Δικηγόρος
Συντονίστρια Επανορθωτικών Κύκλων
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Ψυχοδραματίστρια
www.restorative.gr
Τι είναι η Διαμεσολάβηση και πώς μπορεί να βοηθήσει στο διαζύγιο;
Η Διαμεσολάβηση είναι μια θεσμοθετημένη διαδικασία (εισήχθη στην Ελλάδα με το Ν. 3898/2010), εναλλακτική στην προσφυγή στα δικαστήρια. Έχει συγκεκριμένη δομή και εφαρμόζεται από ειδικά καταρτισμένους επαγγελματίες (διαμεσολαβητές διαπιστευμένους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης), και η οποία μπορεί να καταλήξει στην κατάρτιση μιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας.
Στη Διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα μια διαδικασία υποβοηθούμενου διαλόγου, με τη συμβολή του ουδέτερου τρίτου, του Διαμεσολαβητή, για την αναζήτηση των αναγκών (πρακτικών και συναισθηματικών) των μερών, και με συγκεκριμένες τεχνικές και προσεγγίσεις γίνεται μία επαναπλαισίωση των αιτημάτων της κάθε πλευράς υπό το νέο πρίσμα των αναγκών τους, όπως αυτές φωτίζονται κατά τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Για το λόγο αυτό καθίσταται δυνατό να γεννηθεί ένας διάλογος σε νέες βάσεις, και να χτιστεί, μέσα στις συναντήσεις Διαμεσολάβησης, μια συζήτηση που θα προχωρήσει πέρα από το σημείο όπου κάθε φορά “κολλούσε”.
Με τη Διαμεσολάβηση μπορούν να ρυθμιστουν ζητήματα όπως ενδεικτικά αυτά της διατροφής, των ημερών και ωρών επικοινωνίας με τα παιδιά, το ποιος θα μείνει στο σπίτι, πώς θα μοιραστεί η κοινή περιουσία και ποιος θα πληρώνει το δάνειο, κατά τρόπο που να καλύπτει τις ανάγκες της συγκεκριμένης οικογένειας, ήτοι τόσο των πρώην συντρόφων, όσο και των παιδιών τους. Έτσι, οι πρώην σύντροφοι δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε δικαστικούς αγώνες και παιχνίδια δύναμης για να κερδίσουν, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις διαρκεί για χρόνια με συνεχή δικόγραφα (ασφαλιστικά μέτρα, αγωγές, ανταγωγές και μηνυσεις), μόνο και μόνο για να καταλήγουν τα δικαστήρια να εκδίδουν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αποφάσεις – καρμπόν. Εφόσον τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία, κάτι που συμβαίνει στο 80% των οικογενειακών διαμεσολαβήσεων διεθνώς, αυτή επικυρώνεται από το δικαστήριο.
Πλεονεκτήματα και σχέση με το Attachment Parenting
Καταρχάς, εάν ο χωρισμός επέλθει όταν ένα μέλος της οικογένειας βρίσκεται σε βρεφική / νηπιακή ηλικία, χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι αυξημένες ανάγκες του παιδιού που σχετίζονται με την ομαλή ψυχική του ανάπτυξη (κλασικό παράδειγμα: ανάγκη θηλασμού), για την εδραίωση ασφαλούς δεσμού. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός δικαστηρίου για ένα παιδί ηλικίας 2 ετών, και πιθανότατα η απόφαση θα ορίζει διανυκτέρευση. Αυτό είναι λογικό, αφού το δικαστήριο δεν υποχρεούται ούτε να γνωρίζει, ούτε να αποδέχεται το Attachment Parenting ως φιλοσοφία ανατροφής παιδιών. Οι γονείς όμως, που από κοινού είχαν αποφασίσει να στηρίζουν τα παιδιά τους παρέχοντάς τους αυτήν την αίσθηση ασφάλειας, είναι εκείνοι που έχουν και την ευθύνη να καταφέρουν να κρατήσουν κάποιες σταθερές χωρίς ρίσκο στη ζωή των παιδιών τους.
Όμως, Attachment Parenting δεν είναι μόνο ο θηλασμός, η συγκοίμηση και το baby wearing. Είναι και (θα προσέθετα “κυρίως”), η υποστήριξη, όχι η υπονόμευση, της διατήρησης των ασφαλών συναισθηματικών δεσμών των παιδιών, η αναγνώριση των αναγκών τους και η ανταπόκριση σε αυτές με ευαισθησία και ενσυναίσθηση. Ο ευκολότερος και συνάμα αποτελεσματικότερος τρόπος να φέρονται έτσι οι γονείς, είναι να έχουν επιλύσει ό,τι δεν τους επέτρεπε να προχωρήσουν.
Με τη Διαμεσολάβηση και την επίλυση των ζητημάτων που έχουν αλλάξει με το χωρισμό, αποφεύγεται η οικονομική και συναισθηματική εξόντωση των γονέων, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρόνος, πόροι και ενέργεια να επενδύσουν οι γονείς στη θετική σχέση με τα παιδιά τους, αντί για την αρνητική με τον/την πρώην σύντροφό τους. Δίνεται η αφετηρία σε όλους (των παιδιών συμπεριλαμβανομένων) να συνεχίσουν τη ζωή τους με τους νέους όρους που προκύπτουν από τη νέα κατάσταση, με τη μέγιστη δυνατή αίσθηση σταθερότητας και εσωτερικής δύναμης.