Κείμενο της Μαρίας Παπαφιλίππου, για αφιέρωμα της Ζωής Κοσκινίδου στην Κόκκινη Αλεπού με θέμα το θάνατο και την απώλεια μέσα από τα παιδικά βιβλία. Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το βρείτε εδώ: http://www.kokkinialepou.gr/o-thanatos-ke-i-apolia-mesa-apo-ta-pedika-vivlia/
Όταν ήμασταν μικρά παιδιά, οι γονείς μας μας παίρνανε μαζί σε κηδείες και ο πατέρας μας συνήθιζε να λέει ότι «το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ο θάνατος». Ήταν (και είναι) βαθειά πεποίθησή του, το είχε φιλοσοφήσει και το έλεγε με σιγουριά. Μεγάλωσα έχοντας εικόνα πώς είναι όταν πεθαίνει κανείς, περνώντας μέσα από τη διαδικασία του πένθους, μοιράζοντας με την οικογένεια ιστορίες για τον εκάστοτε εκλιπόντα, κλαίγοντας για αυτόν, αποχαιρετώντας τον, ανεξαρτήτως αν ήταν πολύ κοντινός και αγαπημένος ή πιο μακρινός, αν ήταν η ώρα του ή όχι. Ο θάνατος ήταν και είναι κάτι φυσιολογικό για μένα, μέρος της ζωής. Συζητούσαμε για αυτόν, όπως και για τη ζωή. Η σιγουριά του πατέρα μου, έδινε σιγουριά και ασφάλεια και σε μένα. Η διαθεσιμότητά του, να μου εξηγεί πριν την κηδεία, κατά τη διάρκειά της ή και μετά, μου ήταν σημαντική. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν έγινα μαμά, έπαιρνα και παίρνω τα παιδιά μαζί σε κηδείες, τους εξηγώ (ακόμα και όταν ήταν σε ηλικίες που δεν μιλούσαν) τί επρόκειτο να γίνει, με βλέπουν ευάλωτη και πολύ στενοχωρημένη και συζητάμε για αυτό, ως μέρος της ζωής. Στενοχωριούνται και αυτά. Και αυτό αποδέχομαι ότι είναι μέρος της ζωής. Και είμαι δίπλα τους, διαθέσιμη, να το συζητάμε. Αν θυμηθώ την πρώτη φορά που πέθανε κάποιος πολύ κοντινός μας και το συζητήσαμε πραγματικά, ο μεγάλος μας γιος ήταν γύρω στα τρία και είχε πολλές απορίες και συζητούσαμε πολλά βράδια σχετικά. Γιατί πέθανε; Πού πήγε; Θα ξανάρθει; Εσείς (μαμά και μπαμπά) θα πεθάνετε; Ο παππούς; Η γιαγιά; Ένα παιδί σε αυτή την ηλικία δεν μπορεί να καταλάβει τη μονιμότητα του θανάτου και για αυτό θάνατος μπορεί να σημαίνει αποχωρισμός. Η ιδέα του αποχωρισμού από τους αγαπημένους μπορεί να του είναι τρομακτική, όπως και στους μεγάλους άλλωστε. «Τώρα είμαι εδώ να σε φροντίζω και πιστεύω θα είμαι για πολλά, πολλά χρόνια ακόμα. Αλλά κάποια στιγμή θα πεθάνω κι εγώ, όπως όλοι μας».
Η αλήθεια είναι, ότι για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπη με την (τόση) αβεβαιότητα μου. Ούτε ξέρω πότε θα πεθάνουμε, ούτε τί γίνεται από εκεί και πέρα (όχι με σιγουριά πάντως), ούτε τί ακριβώς είναι σωστό να πούμε. Οπότε, συνειδητοποίησα και βιωματικά πια, ότι καλύτερα να λέμε αυτά που ξέρουμε και αυτά που πιστεύουμε. Την αλήθεια μας. Με τη γνώση και την πίστη που έχει ο καθένας. Με την ευαλωτότητα που μας διακατέχει, την αλήθεια των συναισθημάτων μας. Δίνοντας χώρο στα παιδιά να εκφραστούν, να ρωτήσουν, να προβληματιστούν, να φτιάξουν μία δική τους «εικόνα». Ο καταιγισμός ερωτήσεων των παιδιών μας έρχεται στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν αυτό που είναι και σε εμάς τους ενήλικες τόσο δυσνόητο. Είναι ο τρόπος τους να ρυθμίσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουν και πολύ καλά τι έγινε (ανάλογα την ηλικία τους), συντονίζονται με τα συναισθήματα μας. Την απώλεια, το πένθος, την ανησυχία μας. Και προσπαθούν και αυτά να τα χωρέσουν μέσα τους. Μέσα από εμάς προσπαθούν να κατανοήσουν τους εαυτούς τους, τη ζωή την ίδια. Παιδιά προσχολικής ηλικίας συνήθως νομίζουν ότι ο θάνατος είναι κάτι αναστρέψιμο ή παροδικό. Μεταξύ 5 και 9 ετών τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι όλα τα έμβια όντα κάποτε πεθαίνουν και ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Μετά τα 9 έτη, τα παιδιά αρχίζουν να έχουν συνείδηση ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος και ότι κάποια μέρα θα φύγουν και τα ίδια από τη ζωή.
Οι γονείς, με έμφυτη την ανάγκη προστασίας των παιδιών, συνήθως αγχωνόμαστε τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πούμε, μην μπερδευτούν, μη φοβηθούν, μην αγχωθούν και τα παιδιά. Όλα αυτά μπορεί να συμβούν και είναι σημαντικό να τα επιτρέψουμε, να τα ακούσουμε (ξανά και ξανά), να τα συζητήσουμε και να τα αγκαλιάσουμε όσο χρειάζεται. Τότε όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις δικές μας πεποιθήσεις και τις δικές μας ανησυχίες και φόβους. Καλό είναι να τα έχουμε αναλογιστεί νωρίτερα. Καλό είναι να γνωρίζουμε επίσης τους περιορισμούς μας. Δεν τα γνωρίζουμε όλα και πιθανώς να μην τα αντέχουμε και όλα. Και είναι ΟΚ. Συζητώντας τα όλα αυτά ανοιχτά όμως, τους δίνουμε πληροφορίες που χρειάζονται και τα βοηθάμε να ρυθμίζουν –ειδικά- τα έντονα και «δύσκολα» συναισθήματά τους. Αυτά που συνήθως εμείς οι μεγάλοι αποφεύγουμε.
Πρακτικά, χρειάζεται να εξηγούμε όσο πιο απλά γίνεται. Ο τάδε πέθανε (όχι “έφυγε”/ “κοιμήθηκε”, γιατί νομίζουν ότι θα επιστρέψει ή θα ξυπνήσει). Και αυτό σημαίνει ότι δεν αναπνέει, δεν περπατάει, δεν τρώει, δεν πεινάει, δε ζεσταίνεται ή κρυώνει και δε θα τον ξαναδούμε. Τα μικρά παιδιά συνήθως επανέρχονται με τις ίδιες ερωτήσεις, γιατί είναι ο τρόπος τους να μαθαίνουν μέσα από την επανάληψη, μέχρι να καλυφθούν. Χρειάζονται πληροφορίες και την πεποίθηση ότι είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον, όπου μπορούν να εκφράσουν το πώς νιώθουν, όπως κι αν είναι αυτό. Συνήθως οι ερωτήσεις έρχονται, όταν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα (κάποιος πέθανε, είδαν ένα νεκρό ζώο, κάτι άκουσαν, διάβασαν ένα παραμύθι, είδαν κάποιον να πεθαίνει σε κάποιο παιδικό, κτλ) και είναι βοηθητικό να προσπαθούμε με ερωτήσεις να καταλάβουμε τι είναι αυτό που τα απασχολεί πραγματικά. Αν αισθανόμαστε ότι είναι κάτι που δεν μπορούμε να αναλάβουμε να κάνουμε, είτε μεταθέτουμε την ευθύνη σε κάποιο –οικογενειακό- πρόσωπο που μπορεί να αναλάβει, είτε συμβουλευόμαστε κάποιον ειδικό. Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερή που μεγάλωσα κατ’αυτό τον τρόπο, με μεγαλύτερη αποδοχή για το μεγαλείο και το μυστήριο της ζωής… Δε συνηθίζω να γράφω προσωπικές ιστορίες, αυτή όμως πιστεύω ότι μπορεί να είναι βοηθητική.